Author: Paschalis Paschali
Η καθυστέρηση ολοκλήρωσης εργασιών στην κατασκευαστική βιομηχανία εν μέσω της πανδημίας
Η πανδημία του κορωναϊού (COVID-19) ήδη επηρεάζει την παγκόσμια κατασκευαστική βιομηχανία, αφού τα κατασκευαστικά έργα αντιμετωπίζουν ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό, προβλήματα στην αλυσίδα προμήθειας των υλικών καθώς επίσης και στο τομέα της χρηματοδότησης. Πλήγματα στον τομέα αυτό, όπως ήταν φυσικό επακόλουθο της επιβολής ιδιαίτερα αυστηρών μέτρων για τη διακίνηση ολόκληρου του πληθυσμού της χώρας μας, έχουν παρουσιαστεί και με την Κυβέρνηση να προβαίνει στην έκδοση σχετικού διατάγματος που απαγορεύει τη λειτουργία εργοταξίων πέραν των τριών (3) ατόμων.
Το Πρόβλημα της Καθυστέρησης
Η καθυστέρηση (delay) είναι επομένως το κυριότερο ζήτημα που αναδύεται στον κατασκευαστικό κλάδο αυτή τη περίοδο, που στην πιο απλοϊκή της μορφή μπορεί να καθοριστεί ως την αργοπορημένη ολοκλήρωση (late completion) ενός κατασκευαστικού Έργου. Όταν δε παρατηρείται καθυστέρηση, τότε γεννώνται και ζημιές εξ’ αυτής, είτε από πλευράς του εργολάβου αν τα αίτια βαραίνουν τον εργοδότη, είτε από πλευράς εργοδότη προς εργολάβο αν καθυστερεί αδικαιολόγητα η τελική παράδοση του Έργου (συνήθως με τη μορφή κάποιας σχετικής ρήτρας στο συμβόλαιο).
Καθώς όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς της βιομηχανίας (Εργολάβοι, Μελετητές, Αρχιτέκτονες, Μηχανικοί και φυσικά οι Εργοδότες) προσπαθούν να ανταποκριθούν σε αυτές τις προκλήσεις, μελετούν τις συμβάσεις τους, που στη μεγάλη τους πλειονότητα και με εξαίρεση τα κυβερνητικά έργα, πρόκειται για τις τυποποιημένες συμβάσεις της Μικτής Επιτροπής Δομικών Συμβολαίων Κύπρου (ΜΕΔΣΚ) και βλέπουμε ότι:
(α) Παρέχεται η δυνατότητα παραχώρησης Ειδοποίησης από τον Εργολάβο προς Επιβλέποντα του Έργου και Εργοδότη που σχετίζεται με τον Covid-19 και δυνάμει της οποίας να απαιτείται δικαιολογημένη παράταση χρόνου (διατυπωμένη κι τυπικά ως γενική απαίτηση ανωτέρας βίας – force majeure) ενόσω εκκρεμεί η πανδημία.
(β) Παρέχεται επίσης η δυνατότητα παραχώρησης Ειδοποίησης που σχετίζονται με τον Covid-19, με τις οποίες απαιτείται παράταση χρόνου και χρηματικές απαιτήσεις ένεκα αυτού (διατυπωμένη ως αλλαγή του νόμου, κυβερνητικές πράξεις ή απαιτήσεις ή διατάγματα).
Να σημειωθεί ότι για τα πιο πάνω, η προσωπική άποψη του συγγραφέα, που συνάδει και με την επικρατούσα επί του θέματος νομολογία (London Borough of Merton v. Stanley Hugh Leach Ltd (1985) είναι πως δεν είναι λογικό να αναμένετε η παραχώρηση παράτασης μόνο αν ο Εργολάβος προηγουμένως παραχωρήσει τη σχετική ειδοποίηση, αλλά κι ο ίδιος ο Επιβλέποντας του Έργου, που προφανώς δεν είναι ξένος σε αυτό, μπορεί αυτοβούλως να συνεκτιμήσει την κατάσταση και να παραχωρήσει άμεσα λογική και εύλογη παράταση στον Εργολάβο για την ολοκλήρωση των εργασιών συνέπεια ακριβώς της πανδημίας.
Παράλληλα και/ή ανεξάρτητα με τα πιο πάνω, οι εμπλεκόμενοι εργολάβοι και οι εργοδότες οφείλουν να εξετάσουν και το οικονομικό σκέλος των κατασκευών, ειδικά μάλιστα στις περιπτώσεις που βασίζονται για την ολοκλήρωσή σε δανεισμό, οπόταν θα πρέπει να προβούν σε σχετικές ειδοποιήσεις προς τους δανειστές τους δυνάμει των σχετικών συμβάσεων χρηματοδότησής τους.
Τι γίνεται όμως στις περιπτώσεις που λόγω της καθυστέρησης υπάρχουν απαιτήσεις για αποζημιώσεις; Παρέχεται θεραπεία στα μέρη δυνάμει της σύμβασης;
Ο τύπος θεραπείας που παρέχεται σε ένα μέρος εξαρτάται από τη συγκεκριμένη διατύπωση της σύμβασης, οι πρόνοιες «ανωτέρας βίας» πάντως αποτελούν συχνά το σημείο εκκίνησης για τα μέρη που αναζητούν συμβατικές θεραπείες. Γεγονότα που αποτελούν ανωτέρα βία είναι, σε γενικές γραμμές, απροσδόκητες περιστάσεις εκτός του εύλογου ελέγχου ενός συμβαλλόμενου μέρους, τα οποία όταν προκύπτουν, εμποδίζουν κάποιο συμβαλλόμενο μέρος να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις ή συμβάλλουν στην καθυστέρηση εκπλήρωσης των εν λόγω συμβατικών υποχρεώσεων από αυτό. Όταν κάτι τέτοιο συμβεί, το αθώο /θιγόμενο μέρος θα απαλλαγεί από την υποχρέωση του να εκπληρώσει όλες ή μέρος των δικών του συμβατικών υποχρεώσεων ή θα έχει δικαίωμα να αναστείλει αυτές ή ακόμα υπό ορισμένες συνθήκες θα έχει το δικαίωμα να τερματίσει τη σύμβαση.
Τα διάφορα κατασκευαστικά συμβόλαια είναι πιθανόν να αντιμετωπίζουν διαφορετικά τις περιπτώσεις ανωτέρας βίας και είναι σημαντικό να ελέγχεται σε κάθε περίπτωση η ακριβής διατύπωση του συμβολαίου, συμπεριλαμβανομένου και του κατά πόσον τα μέρη επέλεξαν να καθορίσουν ρητά ποια γεγονότα συνιστούν ανωτέρα βία. Στα τυποποιημένα συμβόλαια της ΜΕΔΣΚ πάντως, που χρησιμοποιούνται ευρέως, δεν καθορίζεται ο όρος «ανωτέρα βία» και, επομένως αναμένεται να εξεταστεί στη κάθε περίπτωση το κατά πόσο το συγκεκριμένο γεγονός που επέφερε διατάραξη στην ομαλή πρόοδο των εργασιών εντάσσεται στον όρο «ανωτέρα βία»
Τα γεγονότα όμως ανωτέρας βίας συχνά έχουν ως αποτέλεσμα την παροχή θεραπείας δια της παραχώρησης παράτασης χρόνου και είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν μπορούν να οδηγήσουν σε θεραπεία αποζημίωσης.
Άλλες είναι οι πρόνοιες της σύμβασης που ενδεχομένως να μπορούν να οδηγήσουν σε οικονομικής φύσεως θεραπεία. Παραδείγματα περιλαμβάνουν η αλλαγή νομοθετικών διατάξεων ή η έκδοση διαταγμάτων ή Κανονισμών της Κυβέρνησης (άρθρο 40 στα Συμβόλαια της ΜΕΔΣΚ), και στις περιπτώσεις που θεσπίζεται νομοθεσία έκτακτης ανάγκης που επηρεάζει την εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων ή συμβόλαια που προβλέπουν υποκατάσταση της ανωτέρας βίας με θεραπεία, τόσο αναφορικά με την παράταση χρόνου, όσο και αναφορικά με το οικονομικό κόστος που προκύπτει από αυτή, π.χ. κυβερνητική δράση ή αδράνεια.
Σε όλες τις περιπτώσεις, είναι σημαντικό να εξετάζονται και να υπάρχει συμμόρφωση με οποιεσδήποτε προθεσμίες για την κοινοποίηση απαιτήσεων, καθώς υπάρχει η πιθανότητα όπως η μη συμμόρφωση με αυτές να ακυρώσει μια απαίτηση, αν θεωρηθεί ότι τέτοια προθεσμία αποτελούσε ουσιώδη όρο για την εγκυρότητα της απαίτησης.
Τι πρέπει να γίνει με τις κατασκευαστικές συμβάσεις που πρόκειται να συναφθούν την περίοδο αυτή;
Επειδή τα γεγονότα ανωτέρας βίας χαρακτηρίζονται συνήθως ως απροσδόκητα, άγνωστα ή ως απρόβλεπτες περιστάσεις και η ύπαρξη και οι συνέπειες της πανδημίας COVID-19 είναι επί του παρόντος γνωστές, αν και όχι απαραίτητα σε απόλυτο βαθμό η διάρκειά της, υπάρχει συζήτηση ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης της επιδημίας αυτής αναφορικά με συμβάσεις που δεν έχουν ακόμη συναφθεί.
Αποτελεί την άποψη του συγγραφέα ότι η βεβαιότητα της σύμβασης εξυπηρετείται καλύτερα με συγκεκριμένη σύνταξη ώστε να περιλαμβάνει / αποκλείει τις συνέπειες του COVID-19. Το θέμα αυτό μπορεί να είναι ιδιαίτερα σοβαρό αναφορικά με συμφωνίες στις οποίες υπογράφηκαν πριν από την πανδημία, ενώ άλλων δεν είχαν υπογραφεί, και τώρα τα μέρη γνωρίζουν για αυτήν πριν από την υπογραφή των εγγράφων που δεν υπογράφηκαν.
Επιμέρους ζητήματα εξέτασης εκτός του συμβολαίου
Κατά την αξιολόγηση του αντίκτυπου του COVID-19 σε ένα έργο, μπορεί να είναι απαραίτητο να εξεταστούν οι ευρύτερες επιπτώσεις σε αυτό, πέραν της άμεσης σχέσης εργοδότη με εργολάβο. Για παράδειγμα, όταν ένα έργο έχει χρηματοδοτηθεί από τρίτους, ο δανειολήπτης ενδέχεται να χρειαστεί να ζητήσει κάποιου είδους θεραπεία από τις υποχρεώσεις του βάσει της συμφωνίας χρηματοδότησης, στην περίπτωση όπου υπάρξει έλλειμμα ή καθυστέρηση στα έσοδα από το έργο. Θα πρέπει επίσης να προβληματίσει η πιθανή καθυστέρηση στην ολοκλήρωση του Έργου, ακόμα και με επιταχυντικά μέτρα, η ενδεχόμενη υπέρβαση του κόστους ή άλλες σοβαρές αρνητικές συνέπειες στο Έργο.
Θα πρέπει επίσης να εξεταστεί ο τρόπος με τον οποίο η πανδημία μπορεί να επηρεάσει τα μέρη που βρίσκονται πιο κάτω στην αλυσίδα, πχ υπεργολάβους, προμηθευτές κτλ. Για παράδειγμα, ένας εργολάβος μπορεί να αντιμετωπίσει δυσκολίες στην απόκτηση/ εξασφάλιση υλικών ή εξαρτημάτων από τους προμηθευτές και που βρίσκονται σε άλλες χώρες που ακολουθούν διαφορετικά μέτρα κατά της πανδημίας σε σχέση με τη Κύπρο.
Η λελογισμένη πρακτική που πρέπει να ακολουθηθεί
Εν πρώτοις κατά την εξέταση των επιλογών του, το θιγόμενο μέρος θα πρέπει πάντα να ελέγχει τη διατύπωση της σύμβασης ούτως ώστε να μπορεί να αξιολογήσει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του. Οι τυποποιημένες συμβάσεις της ΜΕΔΣΚ περιέχουν ειδικές διατάξεις προς τούτο κι ένα συμβαλλόμενο μέρος ενδέχεται να μην τύχει θεραπείας, εάν προηγουμένως δεν έχει τηρήσει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις του συμβολαίου.
Ποια μέτρα μπορεί να λάβει ένα μέρος για να μετριάσει τη ζημία του;
Είναι κοινή λογική του δικαίου των συμβάσεων που επηρεάζει και τα κατασκευαστικά συμβόλαια και που θέλει από το θιγόμενο μέρος να μετριάσει τη ζημία του, όπου αυτό είναι δυνατόν, και αποτυχία να πράξει τούτο δύναται να του στερήσει το δικαίωμα αποζημίωσης ή θεραπείας.
Τι αποδεικτικά στοιχεία έχει το θιγόμενο μέρος σε σχέση με το γεγονός που επέφερε τις εν λόγω επιπτώσεις;
Όταν ένας διάδικος προβάλλει απαίτηση για θεραπεία βάσει της σύμβασης (για παράδειγμα, αίτηση για παράταση χρόνου), θα πρέπει να αποδείξει πώς το γεγονός αυτό προκάλεσε την απώλεια ή την καθυστέρηση που υπέστη. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό το εν λόγω μέρος να λάβει μέτρα για να συγκεντρώσει και να διατηρήσει τα αποδεικτικά στοιχεία που χρειάζεται προς υποστήριξη της αξίωσής του.
Η αναζήτηση και εξασφάλιση επαγγελματικής συμβουλής είναι επίσης ένας παράγοντας που πρέπει να συνεκτιμηθεί από τα εμπλεκόμενα μέρη για την όσον τον δυνατόν πιο ορθή έγερση ή υποβολή αξιώσεων.
Covid-19 “lockdown”: The role of Electronic Signatures
Covid-19 “lockdown” has inevitably affected the way people conduct their business. As a large part of the workforce is currently working from home, technology’s role in ensuring the continuity of all operations and transactions, whether cross border or not, is becoming increasingly important.
This is therefore, a point in time, where the rules and regulations relating to electronic transactions and electronic signatures, which may have been left “unexplored” and “unexploited” to date, now come into play.
Regulation 910/2014/EU (hereinafter the “Regulation”), is directly applicable on all Member States of the European Union including Cyprus. Cyprus has also incorporated the provisions of the Regulation in its national legislation by enacting Law 55(I)/80 (hereinafter the” Law”). Both the Law and Regulation establish a legal framework for e-signatures, e-seals, e-documents and in general all forms of electronic identification.
The Regulation introduced three different levels of electronic signatures: e-signature, advanced e-signature and qualified e-signature. An e-signature, is defined as data in electronic form which is attached to or logically associated with other data in electronic form and is used by the signatory to sign. According to English case-law, examples of e- signatures include a signatory’s name typed at the bottom of an email, a scanned signature or even clicking an “I accept” tick box on a website. To be effective, an e-signature must demonstrate an authenticating intention i.e. that the signatory intended to be bound by the terms they have signed to.
The advanced electronic signature differs from the e-signature in that it must be uniquely linked to the signatory, capable of identifying the signatory, and created by using e-signature creation data that the signatory can, with a level of confidence use under his sole control.
Lastly, a qualified electronic signature is being defined as an advanced electronic signature created by a qualified electronic creation device. This type of e-signature is based on a qualified certificate for electronic signatures, which is issued by a qualified trust service provider.
Qualified trust service providers are providers who have been granted a qualified status by a national competent authority as indicated in the national “trust lists” of the EU Member State. Currently, in Cyprus, there is only one trusted provider listed in the Trusted List Browser. The Cyprus Stock Exchange, has assumed the role of a local registration authority mediating between the applicant and the trusted provider for the issue of a qualified certificate for e-signatures.
The competent authority and relevant supervisory body responsible for all matters regarding electronic identification and trust services for electronic transactions carried out in Cyprus is the Department of Electronic Communications of the Ministry of Transport, Communications and Works (DEC).
In practice, there are many online platforms which carry out their operations in conformity with both the Law and Regulation. Counterparties can therefore log in to those platforms, upload their documents and complete the signing process, sometimes even using the video facilities offered by such platforms. Once the document is signed, all parties are alerted and the document is stored electronically. It therefore follows, that the need for access to an industrial-sized fast printer or scanner is largely being diminished, or even eliminated, while transactions can still be completed by using any electronic device (including a pc, ipad or mobile phone) from any place a person can be working in isolation.
Of course, the legal effect and admissibility of e-signatures remains to be seen, as due to the recent enactment of both the Law and Regulation, there is no relevant case law indicating how documents bearing an e-signature will be treated by Cyprus Courts.
However, pursuant to the Regulation, an electronic signature shall not be denied legal effect and admissibility as evidence in legal proceedings solely on the grounds that it was made in electronic form or on the grounds that not all requirements of qualified electronic signatures are being satisfied. Furthermore, the Regulation also expressly states that a qualified signature shall have the equivalent legal effect of a handwritten signature (Article 25). Also, section 9 of the Law provides that even if the electronic signature does not meet the conditions of a qualified signature, it may still be considered as admissible evidence in legal proceedings in Cyprus.
It seems therefore, that despite the fact that the legal effects of an e- signature have not yet been fully tested by the Cyprus Courts, this may now be perfect timing to utilise the benefits provided by the Law and Regulation so as to ensure that all businesses and transactions remain active and connected.
Cyprus Combatting COVID-19 / And This Little Country Went to the Markets
The advent of the COVID – 19 Virus could not have come at worse time for Cyprus. It has decimated Cyprus’ biggest earners of external investment the tourist sector, foreign investment in real estate and the services sector.
These sectors combined account for over 60% of Cyprus GDP which stands at around Euro 25bn per year and employ well over 35% of the total workforce.
In a bid to contain the spread of the virus Cyprus has closed its schools, hotels, airports, construction sites, cinemas, shopping malls, restaurants, gymnasiums etc. Cyprus is in effective lockdown and under curfew from 9pm to 6am daily and is likely to be so for the rest of April and possibly into May.
Economic activity has drastically declined keep money in the economy the government has decreed that repayment of bank loans has been postponed on an interest free basis until the end of the year, and the payment of income tax and VAT have been postponed.
More than 50% of the workforce is working that still has work is working remotely in varying degrees of efficiency and economic activity has understandably declined severely.
Pay-cuts and layoffs are the order of the day despite various government schemes that are aimed at encouraging employers to retain staff. These schemes are however not generous enough to encourage bravery in employers especially in the light of the uncertainty that prevails over how long the economy will remain crippled by the containment measures and how the virus will affect Europe and Eurasia and the Middle East and the Far East and for how long.
Additionally, the measures adopted by government for government guaranteed loans to businesses are yet to have any discernable effect as the uncertain economic forecast is not conducive to the undertaking of additional burdens by local businesses at this time.
There are about 25 new infections daily, 500 infections in total and 9 deaths so far; in a population of 1 million. Not overwhelming figures by international standards but enough to stretch the health service to almost breaking point.
To cap it all on Friday the Supreme court of Cyprus is expected to rule on whether the 60.000 or so civil servants are entitled to be repaid the wages that they were docked as a result of the 2013 crisis. This could land the government with a bill of Euro 3,2 billion.
All in all, a bleak economic picture leaving Cyprus in urgent need of a cash injection. The government cannot finance its programmed “survival expenditure” by internal borrowing. Also, confidence is not high that the EU will be particularly generous to Cyprus, Cyprus has leaned to beware of Europeans baring promises of gifts.
In response to the above Cyprus has gone to the international lending markets and on 7th April 2020 Cyprus issued two government bonds – a seven-year bond for Euro 1,75bn at 1.65% interest return and a 30-year bond for Euro 500m at 2.015% interest return. The bond launch was successful. It was 2.6 times over-subscribed.
The Government presumably feels that the Euro 2.25bn it has raised will be sufficient to pull it through and to allow it to implement its economic rescue package.
The downside is that Cyprus has been slightly down-graded on the international ratings as a result of this increase in national debt by Fitch from BBB- positive to BBB- stable. Fitch point to a downgrading of economic performance from a surplus of almost 3% in 2019 to a deficit of 1% in 2020 as a result of the measures that the government is taking to support the economy in the face of the pandemic.
Fitch point out that Government debt is still at 95,5% of GDP (down from a peak of 109% in 2014 – the height of the financial crisis). The external borrowing as a result of the aforesaid bond launch will further increase government debt, but there is no other way.
Desperate times call for desperate measures.
Έκτακτα μέτρα αναστολής δόσεων και τόκων δανείου εν όψει της πανδημίας του κορωνοϊού
Η Κύπρος, όπως και όλες ανεξαιρέτως οι χώρες ανά το παγκόσμιο, βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν άνευ προηγουμένου, τουλάχιστον στην σύγχρονη ιστορία, κίνδυνο. Ο κίνδυνος της πανδημίας του κορωνοϊού, απειλεί πρωταρχικά την δημόσια υγεία και το δημόσιο σύστημα υγείας, οι επιπτώσεις της όμως κλυδωνίζουν και πρόκειται να επηρεάσουν κάθε φάσμα της κοινωνίας και οικονομίας του νησιού, γεγονός που από τις πρώτες ημέρες της κρίσης είναι εμφανές. Αναμφίβολα, η εμπειρία της Κύπρου και των κυβερνώντων σε παρόμοιες καταστάσεις είναι μηδαμινή και ως εκ τούτου ο σχεδιασμός για την αντιμετώπιση της πανδημίας γίνεται ακόμα πιο περίπλοκο ζήτημα. Εν τούτοις, οι συνέπειες της πανδημίας στην οικονομία της Κύπρου είναι αναπόφευκτες και χρειάζεται εμπεριστατωμένος σχεδιασμός και επιμελής στρατηγική ούτως ώστε η έκταση και ο αντίκτυπός τους να αμβλυνθούν κατά το δυνατό. Εξ αιτίας των περιοριστικών μέτρων, της υποχρεωτικής αναστολής λειτουργίας πολυάριθμων επιχειρήσεων και της αναπόφευκτης μείωσης του κύκλου εργασιών όλων σχεδόν των κλάδων και επαγγελμάτων, η κυβέρνηση έσπευσε να λάβει μέτρα δημοσιονομικής φύσεως και οικονομικής στήριξης. Ένα εξ αυτών, αποτελεί ο πρόσφατα ψηφισθείς νόμος μέσω του οποίου επιτράπηκε η αναστολή πληρωμής δόσεων δανείων, ήτοι ο Νόμος περί της Λήψης Έκτακτων Μέτρων από Χρηματοοικονομικούς Οργανισμούς και Εποπτικές Αρχές (Ν.33(Ι)/2020).
Σύμφωνα με τον Νόμο, τα οποιαδήποτε μέτρα περιλαμβανομένης της αναστολής δόσεων και τόκων δανείων προϋποθέτουν την έκδοση διαταγμάτων από το Υπουργικό Συμβούλιο ή/και τον Υπουργό Οικονομικών ή/και τις αρμόδιες αρχές στη βάση των αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου.
Το σχετικό Διάταγμα του Υπουργού Οικονομικών που εκδόθηκε την 30η Μαρτίου 2020, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου, προβλέπει τα ακόλουθα:
(α) Αναστολή για όλους τους δικαιούχους, της υποχρέωση καταβολής δόσεων, περιλαμβανομένων και των τόκων σε πιστωτικές διευκολύνσεις που παραχωρήθηκαν ή/και αγοράσθηκαν ή/και τυγχάνουν διαχείρισης από χρηματοοικονομικούς οργανισμούς.
(β) Δικαιούχοι είναι φυσικά πρόσωπα, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, αυτοτελώς εργαζόμενοι και επιχειρήσεις οι οποίοι δεν είχαν καθυστερήσεις στην καταβολή της δόσης πάνω από 30 μέρες από την ημερομηνία που προνοείται από υφιστάμενες συμβατικές υποχρεώσεις κατά τις 29 Φεβρουαρίου 2020.
(γ) Η ως άνω αναστολή θα διαρκέσει από την 30η Μαρτίου 2020 (ημερομηνία έκδοσης του Διατάγματος) μέχρι την 31ην Δεκεμβρίου 2020.
(δ) Η αναστολή δόσεων και τόκων εφαρμόζεται από την ημερομηνία έκδοσης του Διατάγματος, υπό την προϋπόθεση όμως ότι οι δικαιούχοι αποστείλουν γραπτώς ή ταχυδρομικώς ή μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή μέσω τηλεομοιότυπου στους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς, την εκδήλωση ενδιαφέροντος, δηλαδή τυποποιημένο έντυπο που επισυνάπτεται στο Διάταγμα.
(ε) Το σύνολο των τόκων των οποίων η καταβολή αναστέλλεται θα προστίθενται στο υπόλοιπο του δανείου ενώ το σύνολο των δόσεων κεφαλαίου και τόκων των οποίων η καταβολή αναστέλλεται δεν θα καθίσταται άμεσα απαιτητό κατά την ημερομηνία λήξεως της ισχύος του Διατάγματος. Με την ημερομηνία λήξεως της ισχύος του Διατάγματος, θα επαναρχίζει η καταβολή των δόσεων και των τόκων, ως ήταν το συμφωνημένο πρόγραμμα αποπληρωμής, και παράλληλα η περίοδος πληρωμής θα θεωρείται ότι έχει αυτομάτως επιμηκυνθεί για όση περίοδο απαιτείται.
Σημειώνεται ότι από την ημερομηνία έκδοσης του πιο πάνω Διατάγματος και μέχρι την δημοσίευση του εν λόγω άρθρου, τα πλείστα πιστωτικά ιδρύματα έχουν εκδώσει ξεχωριστές οδηγίες αναφορικά με την διαδικασία που ακολουθούν και σε σχέση με την αποστολή του ειδικού εντύπου εκδήλωσης ενδιαφέροντος.
Παρατίθεται πιο κάτω σχετικός σύνδεσμος όπου ο εκάστοτε ενδιαφερόμενος δύναται να εντοπίσει το Διάταγμα του Υπουργού Οικονομικών και το έντυπο εκδήλωσης ενδιαφέροντος.
Cyprus / Combatting the Effects of Coronavirus COVID-19 on Public Health and the Economy (especially the Florists*)
Οι Προκλήσεις στις Εργασιακές Σχέσεις εν μέσω της Πανδημίας του Κορωνοϊού
Η έκρηξη του κορωνοϊού – Covid19, σύμφωνα με τους ειδικούς, ξεκίνησε στην πόλη Γιουχάν της Κίνας και πρωτοαναφέρθηκε την 31η Δεκεμβρίου του 2019. Έκτοτε, έχει εξαπλωθεί ραγδαία ανά την υφήλιο με περιστατικά πλέον σε κάθε χώρα. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας στις 11 Μαρτίου του 2020 κι ως συνέπεια της επίδρασης που έχει η εξάπλωση του κορωνοϊού, προχώρησε να χαρακτηρίσει την κατάσταση ως πανδημία. Σημερινές μάλιστα μετρήσεις δείχνουν ότι περίπου 640.000 άτομα έχουν μολυνθεί και πέραν των 30.000 θανάτων έχουν επίσημα καταγραφεί.
Η επίδραση που έχει σε παγκόσμιο επίπεδο ο κορωνοϊός στον πληθυσμό (δημογραφικά στοιχεία), στην οικονομία, στα ταξίδια και εν τέλει στις επιχειρήσεις είναι ήδη ιδιαίτερα σημαντική και ίσως γίνει ακόμα χειρότερη το προσεχές διάστημα. Οι κυβερνήσεις λαμβάνουν μέτρα για την αποτροπή περαιτέρω εξάπλωσης του ιού, με το πιο σημαντικό ως τώρα, την απαγόρευση άσκοπης κυκλοφορίας των πολιτών (lockdown). Επίσης εκπονούνται σχέδια που θα βοηθήσουν οικονομικά τις επιχειρήσεις και την οικονομία. Είναι επομένως αυτονόητο, υπό τις εξελίξεις αυτές, πως εργοδότες και εργοδοτούμενοι θα πρέπει να ξεκινήσουν να εξετάζουν τα εργασιακά ζητήματα που ανακύπτουν, αλλά και να προγραμματίζουν έναντι των πιθανών επιπτώσεων που θα ανακύψουν.
Ο εργοδότης έχει μια σειρά από υποχρεώσεις προς τους εργοδοτούμενους που πρέπει να συνεκτιμήσει όσον αφορά τον κορωνοϊό. Η γενική αρχή είναι ότι κάθε εργοδότης πρέπει να διασφαλίζει την ασφάλεια, υγεία και ευημερία στην εργασία όλων των εργοδοτούμενών του. Επίσης, πρέπει να διασφαλίζει, καθόσον είναι εύλογα εφικτό, ότι πρόσωπα που δεν εργοδοτούνται από αυτόν, αλλά μπορεί να επηρεαστούν από τις δραστηριότητες της επιχείρησης του (πχ πελάτες) δεν θα εκτίθενται σε κίνδυνο.
Ο εργοδοτούμενος από την άλλη, πρέπει να επισημανθεί, ότι έχει υποχρέωση να προστατεύσει τη δική του προσωπική υγεία αλλά και των συναδέλφων του στην εργασία. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να ακολουθεί και να συμμορφώνεται με τις εύλογες οδηγίες του εργοδότη του για το σκοπό αυτό, αλλά και ο ίδιος να ενεργεί υπεύθυνα για την υγεία του, όχι μόνο εντός του εργασιακού του χώρου, αλλά κι εκτός αυτού. Επιπλέον ο εργοδοτούμενος βρίσκεται κάτω από την υποχρέωση να ενεργεί υπό τέτοιο τρόπο ώστε να μην παραβεί την εμπιστοσύνη προς τον εργοδότη του (trust & confidence), ενώ επίσης υπάρχουν επιπρόσθετες υποχρεώσεις του εργοδοτούμενου που αναφέρονται στις ατομικές συμβάσεις εργασίας τους ή σε πειθαρχικές διαδικασίες ή στη πολιτική της εκάστοτε επιχείρησης για την ασφάλεια και υγεία στον εργασιακό χώρο.
Τι γίνεται όμως στη περίπτωση που η κατάσταση με τον ιό χειροτερεύσει ομοίως και η οικονομική επίδραση αυτού και ο εργοδότης προσανατολίζεται να αναστείλει τη λειτουργία της επιχείρησης του ή ακόμα να κλείσει αυτή ή μέρος της;
Το Υπουργείο Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών ασφαλίσεων (ΥΕΠΚΑ) προχώρησε σε λήψη μέτρων στήριξης σε επιχειρήσεις και εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα (ειδική άδεια γονέων, επιδόματα στήριξης εργαζομένων κτλπ). Ειδικά για τις επιχειρήσεις, το σχέδιο που αυτή τη στιγμή υπάρχει αφορά αυτές που έχουν αποφασίσει όπως αναστείλουν τις εργασίες τους και σε όσες θα συνεχίσουν τη λειτουργία τους και θα υποστούν μείωση κύκλου εργασιών πέραν του ποσοστού το 25%. Στόχος του μέτρου, με βάση το ΥΕΠΚΑ, είναι να αποφευχθούν οι απολύσεις εργαζομένων και ταυτόχρονα οι τελευταίοι να λαμβάνουν ανεργιακό επίδομα για όσο χρονικό διάστημα η επιχείρηση θα βρίσκεται σε αναστολή εργασιών. Προϋπόθεση έγκρισης είναι προφανώς η υποβολή σχετικής αίτησης από τον εργοδότη και ικανοποίησης των πιο πάνω κριτηρίων.
Μέχρις στιγμής δεν έχουν ανακοινωθεί οποιαδήποτε άλλα ή περαιτέρω μέτρα σε εγχώριο επίπεδο, αν και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, υπό τη βασική προϋπόθεση ότι ο ιός έχει άμεσα προσβάλει την επιχείρηση και έχει προκαλέσει άρση των εργασιών άνευ ευθύνης του εργοδότη, τότε, παρέχεται η δυνατότητα στον εργοδότη να επιβάλλει στον εργοδοτούμενο να παραμείνει μακριά από την εργασία του χωρίς να υποχρεούται στην καταβολή μισθού. Εξετάζεται επίσης σε αυτή τη περίπτωση και η δυνατότατα στο κατά πόσο μπορεί να προσφερθεί στον εργοδοτούμενο εναλλακτική εργασία σε άλλη θέση στην επιχείρηση.
Στην Ελλάδα για παράδειγμα η κυβέρνηση πολύ πρόσφατα προχώρησε με νομοθετική ρύθμιση δια της οποίας επιτρέπει στον εργοδότη να επιβάλει στην επιχείρηση την εκ περιτροπής εργασία με ταυτόχρονη φυσικά καταβολή έως του ήμισυ των μισθών των υπαλλήλων της επιχείρησης. Μέτρο που ενδεχομένως να εφαρμοσθεί και στην Κύπρο στο εγγύς μέλλον.
Φυσικά υπάρχει και το περιθώριο για τη λήψη διάφορων άλλων μέτρων από τον εργοδότη ως ανταπόκριση στη κατάσταση που έχει διαμορφωθεί από τον ιό. Για παράδειγμα μπορεί να ζητήσει από τους εργοδοτουμένους του να εργάζονται από το σπίτι για την αποφυγή εξάπλωσης του ιού εντός της επιχείρησης. Το μέτρο αυτό για να εφαρμοσθεί ενδεχομένως να χρειάζεται αναθεώρηση της πολιτικής του εργοδότη για εργασία από το σπίτι για να διασφαλιστεί η εφαρμογή του μέτρου αυτού από τους εργαζόμενους. Ενδεχόμενο μέτρο είναι και η αναθεώρηση από το εργοδότη των εργατοωρών και/ή του μισθού των εργαζομένων, ώστε να αντικατοπτρίζει τις ανάγκες τις επιχείρησης. Επιπλέον, μπορεί να ζητηθεί από τους εργοδοτούμενους να λάβουν μέρος της ετήσιας τους άδειας ή να ζητηθεί από αυτούς, σε εθελοντική μορφή, να λάβουν άδεια άνευ πληρωμής ή ακόμα και σαββατική άδεια. Θα μπορούσε επίσης ο εργοδότης να εξετάσει κατά πόσο είναι προς το συμφέρον η αναστολή των ετήσιων αυξήσεων και/ή των μπόνους ή να λάβει μέτρα για την απαγόρευση ταξιδιών και/ή σε μείωση άλλων λειτουργικών εξόδων της επιχείρησης. Σημειώνουμε όμως ότι τα πλείστα από τα πιο πάνω μέτρα που ενδεχομένως ληφθούν από τον εργοδότη στο μέγεθος και βαθμό που επηρεάζουν τους εργοδοτούμενους, χρειάζονται την συγκατάθεση αυτών και είναι πιθανόν να την λάβουν ειδικά όταν τα μέτρα αυτά γίνονται για να περιοριστεί ο κίνδυνος ύπαρξης πλεονάζοντος προσωπικού και πως τα μέτρα αυτά, ειδικά των ενδεχόμενων μειώσεων των μισθών θα τύχουν εφαρμογής τουλάχιστον στον ίδιο μέτρο και κατ’ αναλογία και την διοίκηση του εργοδότη.
Ψήφιση Νομοσχεδίου – Συνεδρίες συλλογικών οργάνων μέσω τηλεδιάσκεψης
«Η Βουλή των Αντιπροσώπων ενέκρινε στις 27.3.2020, νομοσχέδιο που παρέχει τη δυνατότητα στα συλλογικά όργανα της κεντρικής διοίκησης και του ευρύτερου δημόσιου τομέα να συνεδριάζουν και να λαμβάνουν αποφάσεις μέσω τηλεδιάσκεψης ως νόμιμη μέθοδο σύγκλησης διοικητικών οργάνων. Η Ολομέλεια της Βουλής έκρινε αναγκαία την τροποποίηση του βασικού νόμου του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 158(Ι)/1999 μετά τις ραγδαίες επιπτώσεις από την πανδημία του κορωνοϊού. Μέχρι τώρα απαιτείτο η φυσική παρουσία των μελών των διοικητικών οργάνων με αποτέλεσμα να δημιουργείται δυσχέρεια στην νόμιμη σύγκληση των διοικητικών οργάνων και γενικότερα μεγάλη καθυστέρηση στην λήψη αποφάσεων.
Η νέα αυτή τροποποίηση του βασικού νόμου καθιστά την τηλεδιάσκεψη πλέον αποδεκτή μέθοδο συνεδρίασης ενός συλλογικού οργάνου για την λήψη νόμιμων αποφάσεων.
Με τις τροποποιήσεις στα άρθρα 2, 21 και 23 και την προσθήκη των άρθρων 62 και 63 του βασικού νόμου, η ειδοποίηση των μελών με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή με άλλο ηλεκτρονικό μέσο στην ηλεκτρονική διεύθυνση, θεωρείται ως νόμιμη και οι αποφάσεις για σκοπούς διαπίστωσης απαρτίας, μέσω τηλεδιασκέψεως λογίζονται ως νόμιμες νοουμένου ότι σε κάθε περίπτωση τηρείται πρακτικό για τους λόγους συμμετοχής του κάθε μέλους στη συνεδρία μέσω τηλεδιάσκεψης.
Οι σύγχρονες όμως αυτές τροποποιήσεις, δεν πρέπει να αφεθούν να δημιουργήσουν συνθήκες χαλάρωσης στην τήρηση των υπόλοιπων τύπων του πυρήνα της νόμιμης σύγκλησης των συλλογικών οργάνων. Ειδικότερα αλλά όχι αποκλειστικά, θα πρέπει να καταγράφεται από τον Πρόεδρο του κάθε οργάνου η ύπαρξη απαρτίας με την πρόσβαση όλων των παρόντων μελών στην πλατφόρμα σύνδεσης καθώς και οι λόγοι για τους οποίους δεν μπορεί να γίνει η συνεδρία με την φυσική παρουσία όλων των μελών. Θα πρέπει βέβαια, να δηλώνεται ρητώς, η αιτιολογία των μελών που απουσιάζουν και η αποχώρηση αυτών κατά τη διάρκεια της τηλεδιάσκεψης αν τούτο λάβει χώρα. Για τη διαφύλαξη της νόμιμης σύνθεσης του οργάνου κατά τη συζήτηση και λήψη της απόφασης, θα πρέπει να καταγράφεται επίσης η αποχώρηση των παρευρισκομένων αφού δεν θα πρέπει να παρίστανται αλλά πρόσωπα πλην του πρακτικογράφου. Συνεπώς θα πρέπει να τεκμηριώνεται η «αποχώρηση» αυτών των μη δικαιούχων ατόμων από την τηλεδιάσκεψη. Θα πρέπει πρόσθετα, να υπάρχει τεκμηρίωση στον φυσικό διοικητικό φάκελο, ότι τα μέλη που παρίστανται στην συνεδρία μέσω τηλεδιάσκεψης έχουν λάβει την ημερήσια διάταξη μέσω ηλεκτρονικών μέσων και έχουν ενώπιον τους το πλήρες περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου επί του οποίου θα ληφθεί η οποιαδήποτε απόφαση».
Αντισυνταγματικός ο τρόπος διορισμού του Εφόρου Φορολογίας
Πολύ ενδιαφέρουσα απόφαση εκδόθηκε στις 16.3.2020 από την Πρόεδρο του Διοικητικού Δικαστηρίου, η οποία έκρινε άκυρο ως αντισυνταγματικό τον τρόπο διορισμού του Εφόρου Φορολογίας στα πλαίσια εκδίκασης των Συν. Υπ. 541/2016 κ.α. υπό Μαρίας Ποταμίτου κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου.
Ο Έφορος Φορολογίας είχε αρχικά διοριστεί με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου τον Φεβρουάριο του 2016 δυνάμει των προνοιών του περί Τμήματος Φορολογίας Νόμου του 2014 (Ν. 70 (Ι)/2014). Ως προς τον διορισμό του Εφόρου Φορολογίας, ο βασικός Νόμος όριζε ότι αυτός θα αποφασιζόταν από το Υπουργικό Συμβούλιο, αφού εξασφαλιζόταν η έγκριση της Βουλής. Όπως όμως, ανέφερε η Καθ ΄ ης η Αίτηση – Δημοκρατία κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, κρίθηκε αναγκαία η τροποποίηση του περί Τμήματος Φορολογίας Νόμου (Ν.70(Ι)/2014) καθότι αρχικά προέβλεπε ότι ο διορισμός προσώπων στις θέσεις του Εφόρου Φορολογίας και Βοηθού Εφόρου Φορολογίας θα διενεργούνταν από το Υπουργικό Συμβούλιο με τη γραπτή συγκατάθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών και Προϋπολογισμού. Η νομοθετική τροποποίηση προέκυψε κατόπιν γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα αφού η απαίτηση για γραπτή συγκατάθεση της Βουλής των Αντιπροσώπων πριν τον διορισμό από το Υπουργικό Συμβούλιο παραβίαζε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
Μετά την τροποποίηση του Νόμου, το Υπουργικό Συμβούλιο, προέβηκε στην ανάκληση του αρχικού διορισμού του Εφόρου Φορολογίας και κατόπιν αξιολόγησης των υποψηφίων, τον διόρισε εκ νέου αναδρομικά από 21.2.2016 για περίοδο 5 ετών.
Το Διοικητικό Δικαστήριο απορρίπτοντας προδικαστικές ενστάσεις που εγέρθηκαν από την Δημοκρατία έκρινε ότι οι πρόνοιες του Ν. 70 (Ι)/2014 σε ότι αφορά τη διαδικασία διορισμού προσώπου στη θέση του Εφόρου Φορολογίας έρχονταν σε σύγκρουση με τα άρθρα 122-125 του Συντάγματος τα οποία δίδουν αποκλειστική αρμοδιότητα πλήρωσης θέσεων στη Δημόσια Υπηρεσία στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, απορρίπτοντας την θέση της Δημοκρατίας ότι οι εν λόγω πρόνοιες του Συντάγματος έχουν καταστεί ανενεργές δυνάμει του δικαίου της ανάγκης και έχουν υποκατασταθεί στην εφαρμογή τους από τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο (ν. 1/1990) ο οποίος επιτρέπει, μέσω νέων νομοθετικών ρυθμίσεων τον καταμερισμό μέρους των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας σε άλλα όργανα που ασκούν εξουσία.
Το Διοικητικό Δικαστήριο αναφερόμενο στο γεγονός ότι η επίδικη θέση Εφόρου Φορολογίας είναι ενταγμένη βάσει του επίδικου Νόμου στο Τμήμα Φορολογίας, Τμήμα του Υπουργείου Οικονομικών της Δημόσιας Υπηρεσίας, ότι η θέση βρίσκεται πρώτη στην ιεραρχία ως η θέση του Προϊσταμένου του Τμήματος του Υπουργείου Οικονομικών, στην Δημόσια Υπηρεσία, κάτω από την διοικητικά ανώτερη θέση του Υπουργείου που είναι η θέση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείο Οικονομικών, και αυτή θέση ανήκουσα στην δημόσια υπηρεσία, και έχουσα τα καθήκοντα που αναφέρονται στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης που καταργήθηκε και επίσης ανήκε στην δημόσια υπηρεσία, κατέληξε ότι ανήκει στη Δημόσια Υπηρεσία, όπως και κάθε άλλη θέση του Τμήματος Φορολογίας και ως θέση δε ανήκουσα στη Δημόσια Υπηρεσία, το Σύνταγμα (άρθρο 125(1)) προβλέπει και επιβάλλει τον διορισμό προσώπου σε αυτή από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας.
Μια τέτοια απόφαση οδηγεί και πάλι την διοίκηση και δη, το Τμήμα Φορολογίας σε ανάκληση πράξεων του επίδικου χρόνου είτε αυτές έχουν προσβληθεί είτε όχι.
Δεν παραβλέπονται ωστόσο, οι πρόνοιες του άρθρου 4(17) του Περί Τμήματος Φορολογίας Νόμου του 2014 (70(Ι)/2014) όπου δίδεται η εξουσία στον Υπουργό Οικονομικών και όχι στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας σε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο η θέση του Εφόρου Φορολογίας παραμένει κενή, να αναθέσει τις εξουσίες, αρμοδιότητες και καθήκοντα του Εφόρου Φορολογίας για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες σε πρόσωπο που πληροί τα κριτήρια του Νόμου.
Key Legal Issues arising out of the Coronavirus Pandemic and its effect on Contractual Rights and Obligations
Europe is now experiencing the full disruptive force of the Coronavirus pandemic. Undoubtedly all business owners are in a state of high anxiety due to the inevitable business interruption that has occurred in which will most likely intensify in the coming weeks and months.
This article contains practical advice that all business owners should be aware of in order to best safeguard their businesses’ interests in light of the Coronavirus pandemic.
A first piece of advice relates to the basic terminology. As it is highly unlikely that the Coronavirus pandemic will be specifically mentioned in a force majeure clause, it is helpful to have in mind that a pandemic is an epidemic that has extended its geographic spread to a larger area of the globe. There is therefore no practical difference, in legal terms, between a pandemic and an epidemic.
The Basic Law
As impractical as it may sound in the current climate, contracts that require ongoing performance are, under law, absolute. Strictly speaking a party that is affected by the Coronavirus outbreak is still required to perform its obligations and will potentially be liable to its counterparty for a failure to do so.
The Exceptions
There are, however, two key exceptions to this rule and these are:
a) the operation of any force majeure clause in a contract and
b) the common law concept of frustration.
Force Majeure:Occurs where a contract contains a force majeure clause, it will usually deal specifically with how the parties’ obligations are affected by an event that affects one of the party’s ability to perform the contract in whole or in part. Not all force majeure clauses are the same. This means you will need to consider the one in the contract in question carefully.
However, factors that may influence the reliance on a force majeure clause are:
- Whether the incidence of an epidemic or a pandemic is specifically covered as a force majeure event in the contract. Note however that this is not of itself decisive. Even if a pandemic or epidemic is covered, other requirements may still need to be satisfied before a party can rely on the force majeure clause. In any event seeing whether a pandemic or epidemic is covered is a good place to start.
- If a pandemic or epidemic are not specifically covered as a force majeure event, one should look to whether it is the type of event that would fall under general force majeure wording. Sometimes force majeure wording is broad enough to cover a number of instances. In Cyprus current measures taken by the government will undoubtedly have an effect on how force majeure clauses will be interpreted by the Courts in the aftermath of the Coronavirus outbreak. For instance, government regulations, or events beyond the control of the parties.
- In certain contracts a test of foreseeability is also included with wording such as “any unforeseeable event which is beyond the control of the party seeking to rely on the force majeure event”. Where such wording exists the issue of whether the contract itself excludes events that could have reasonably been foreseen is raised. If so, this could require comparison with the situation after the SARS Coronavirus outbreak in 2003. Was it foreseeable that a similar event would occur seven years later? The answer to this question may depend on Geography, for instance many jurisdictions were largely unaffected by the SARS outbreak, others were affected for longer and repeatedly. The advice here is that the word “reasonably” will need to be considered objectively in this regard.
- Another issue is whether causation has to be established. The party that is seeking to rely on a force majeure event must usually establish that the force majeure event has actually prevented or hindered it performing under the contract. This is mostly a factual but generally, force majeure clauses are not drafted so widely as to offer protection where services or goods will simply be more expensive to perform or obtain.
- It is also important to note that even where a force majeure clause does apply a duty to mitigate exists. A party that is attempting to rely on a force majeure clause is normally under a duty to show that it has taken reasonable steps to mitigate or avoid the effects of the force majeure event. This will not be interpreted by a court to be tantamount to a full avoidance but the ability to prove that a party has taken all reasonable steps to mitigate the effects effect of a force majeure event may prove to be very important before the court.
- Whether the contract provides for notice of a force majeure event to be given. In most contract notice is a condition precedent to relief under a force majeure clause. It is therefore important to ascertain whether notices need to be given and if so how and when.
- The consequences of establishing force majeure are also important. Force majeure does not automatically bring the contract to an end. It is not tantamount to frustration. A contract may stipulate consequences or other actions that need to be undertaken once a force majeure event comes about or is established. Issues relating to costs that will probably arise for both parties and need careful consideration. Again, this all depends on the wording of the contract. The likely duration of the force majeure event is also a matter that needs to be addressed. The day after is relevant; when giving notice of a force majeure event a party should consider its true extent and provide for any necessary re-mobilization or preparation for the resumption of compliance with its obligations under the contract. Additionally, some contracts provide that for a termination of the contract if a force majeure event extends beyond a certain period. Therefore, it may well be in the interests of both parties to find an alternative method of alleviating any hardship caused if they both want the contract to continue.
- The impact on the contract changes in the law. In many contracts, decisions or actions taken by governments and public authorities in response to the an epidemic or pandemic may trigger a “change in law” relief clause and give rise to rights to compensation, independently of and in addition to any compensation that may be claimed as a result of the operation of the force majeure clause. Making a claim under the correct contractual mechanism is also therefore a factor that must be taken into account.
Frustration:In the absence of a force majeure clause, parties may have recourse to the common law doctrine of frustration. This means that a party is fully discharged from its contractual obligations if a change in circumstances makes it physically or commercially impossible to perform the contract, or would render performance radically different.
The radical nature of contractual frustration is so pronounced that the bar for proving an event of frustration before a court has been a very high one. Courts have traditionally shown a reluctance in finding that a contract has been frustrated.
A claim of frustration is not one to be made lightly, and an unjustified refusal to perform on the grounds of frustration can be expected to have catastrophic consequences on the party who has made it.
Insurance: A business that suffers a loss as a result of disruption arising from the Coronavirus outbreak should review its insurance to determine if it has cover for such events or for general business disruption. Some broad cover insurances may offer protection while others containing narrower terms will not. Insurance commonly has strict provisions requiring notification to insurers of actual or potential claims within a particular timeframe, together with duties to mitigate loss and to consult with insurers before taking action.
Those with businesses interruption clauses in their insurance contracts should review them immediately so as to ascertain which loses, if any, they have coverage for and more importantly so that they can notify their insures of potential claims.